τράτα

τράτα
η, Ν
1. (αλιευτ.) α) συρόμενος δικτυωτός σάκος αλιείας με τριγωνικό σχήμα
β) (κατ' επέκτ.) το πλοίο που σύρει το δίχτυ αυτό
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού γυναικείου, κυρίως, χορού κατά τον οποίο οι χορευτές κρατιούνται με τα χέρια χιαστί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratta «πορεία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τράτα — η (λ. ιταλ.) 1. κωνικό δίχτυ σαν σάκος για ψάρεμα. 2. πλοιάριο που ψαρεύει με τράτα, ψαρότρατα: Στόλος από τράτες. 3. κυκλικός χορός γυναικών που κρατιούνται μεταξύ τους με τα χέρια σταυρωτά μπροστά: Χορός της τράτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανεμότρατα — η 1. τράτα, δίχτυ που σύρεται από ιστιοφόρο 2. το ιστιοφόρο που σέρνει την τράτα …   Dictionary of Greek

  • τρατάρης — ο, Ν ο εργαζόμενος σε τράτα ή ο ιδιοκτήτης τράτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράτα + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • κωλοβρέχτης — ο ο γρίπος, η τράτα …   Dictionary of Greek

  • λαζότρατα — η είδος αλιευτικής τράτας που χρησιμοποιούνταν άλλοτε από τους Λαζούς τού Εύξεινου Πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λαζός + τράτα] …   Dictionary of Greek

  • μηχανότρατα — η ναυτ. μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος το οποίο αλιεύει σύροντας δίχτια στον βυθό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + τράτα] …   Dictionary of Greek

  • τρατάρικο — το, Ν [τρατάρης] αλιευτικό πλοιάριο με τράτα …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αθερινίδες — (atherinidae). Οικογένεια ψαριών, μερικά είδη της οποίας είναι κοινότατα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Με την ονομασία αθερίνη χαρακτήριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μικρά ψάρια και κυρίως τη μαρίδα. Οι α. είναι γενικά μικρά ψάρια και ζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”