τράτα — η (λ. ιταλ.) 1. κωνικό δίχτυ σαν σάκος για ψάρεμα. 2. πλοιάριο που ψαρεύει με τράτα, ψαρότρατα: Στόλος από τράτες. 3. κυκλικός χορός γυναικών που κρατιούνται μεταξύ τους με τα χέρια σταυρωτά μπροστά: Χορός της τράτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ανεμότρατα — η 1. τράτα, δίχτυ που σύρεται από ιστιοφόρο 2. το ιστιοφόρο που σέρνει την τράτα … Dictionary of Greek
τρατάρης — ο, Ν ο εργαζόμενος σε τράτα ή ο ιδιοκτήτης τράτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράτα + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης)] … Dictionary of Greek
κωλοβρέχτης — ο ο γρίπος, η τράτα … Dictionary of Greek
λαζότρατα — η είδος αλιευτικής τράτας που χρησιμοποιούνταν άλλοτε από τους Λαζούς τού Εύξεινου Πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λαζός + τράτα] … Dictionary of Greek
μηχανότρατα — η ναυτ. μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος το οποίο αλιεύει σύροντας δίχτια στον βυθό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + τράτα] … Dictionary of Greek
τρατάρικο — το, Ν [τρατάρης] αλιευτικό πλοιάριο με τράτα … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
αθερινίδες — (atherinidae). Οικογένεια ψαριών, μερικά είδη της οποίας είναι κοινότατα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Με την ονομασία αθερίνη χαρακτήριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μικρά ψάρια και κυρίως τη μαρίδα. Οι α. είναι γενικά μικρά ψάρια και ζουν… … Dictionary of Greek